Η έννοια του «νόμου» πρωτοεμφανίζεται στις αρχές της Ελληνικής Κλασικής Αρχαιότητας και σημαίνει τον γραπτό και δημόσιο κανόνα με συγκεκριμένο αντικείμενο και έντονα ορθολογικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι έχει τύχει προηγούμενης επεξεργασίας (με συζήτηση, ψήφιση κτλ.) και έχει τεθεί σε εφαρμογή με τους όρους της ίσης συμμετοχής των πολιτών στην επικύρωσή του και της ίσης επίσης υποταγής στις ρυθμίσεις που επιβάλλει.

Σε μεταγενέστερες εποχές, ακόμη και σήμερα, ο νόμος εξακολουθεί να διατηρεί στοιχεία της δημοκρατικής του προέλευσης με την έννοια του γραπτού κελεύσματος, που προέρχεται από κάποιο αντιπροσωπευτικά και θεσμικά οργανωμένο σώμα και αφορά ορισμένη συμπεριφορά.

Ο νόμος αποτελεί γραπτή έκφραση της βούλησης ειδικών οργάνων του κράτους, με την οποία θεσπίζεται νέος ή τροποποιείται παλαιότερος κανόνας δικαίου. Νόμος και κανόνας δικαίου, πέρα από την προφανή ποσοτική διαφορά, διαφέρουν μεταξύ τους τόσο από απόψεως πηγής παραγωγής τους, όσο και φύσεως περιεχομένου τους. Ο νόμος έχει σήμερα γραπτή πάντοτε εμφάνιση και πηγή τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα άσκησης νομοθετικής εξουσίας. Αντίθετα, ο κανόνας δικαίου ισχύει και με τη μορφή εθίμου και παράγεται και από όργανα εκτός ελληνικής πολιτείας. Εξάλλου, ο νόμος υπό την τυπική του άποψη δεν έχει υποχρεωτικά ως περιεχόμενο την αναγκαστική ρύθμιση των σχέσεων των πολιτών, όπως συμβαίνει με τον κανόνα δικαίου.

Πράγματι, συνηθίζεται να γίνεται η διάκριση του νόμου σε τυπικό και ουσιαστικό, ανάλογα με την εξέτασή του από άποψης οργάνου που τον παράγει ή φύσεως του περιεχομένου του. Ουσιαστικός νόμος είναι κάθε έγκυρη πράξη της πολιτείας που περιέχει κανόνα δικαίου, ενώ τυπικός νόμος είναι κάθε πράξη των ειδικά από την πολιτεία κατεστημένων οργάνων προς άσκηση νομοθετικής εξουσίας. Είναι προφανές ότι κατά κανόνα κάθε τυπικός νόμος είναι και κατά περιεχόμενο ουσιαστικός νόμος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τυπικού απλώς νόμου είναι η ψήφιση του προϋπολογισμού του κράτους.